Jump to content

φιλοχρήματος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek φιλοχρήματος (philokhrḗmatos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /fi.loˈxɾi.ma.tos/
  • Hyphenation: φι‧λο‧χρή‧μα‧τος

Adjective

[edit]

φιλοχρήματος (filochrímatosm (feminine φιλοχρήματη, neuter φιλοχρήματο)

  1. avaricious, money-loving
    Synonyms: φιλάργυρος (filárgyros), παραδόπιστος (paradópistos)

Declension

[edit]
Declension of φιλοχρήματος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φιλοχρήματος (filochrímatos) φιλοχρήματη (filochrímati) φιλοχρήματο (filochrímato) φιλοχρήματοι (filochrímatoi) φιλοχρήματες (filochrímates) φιλοχρήματα (filochrímata)
genitive φιλοχρήματου (filochrímatou) φιλοχρήματης (filochrímatis) φιλοχρήματου (filochrímatou) φιλοχρήματων (filochrímaton) φιλοχρήματων (filochrímaton) φιλοχρήματων (filochrímaton)
accusative φιλοχρήματο (filochrímato) φιλοχρήματη (filochrímati) φιλοχρήματο (filochrímato) φιλοχρήματους (filochrímatous) φιλοχρήματες (filochrímates) φιλοχρήματα (filochrímata)
vocative φιλοχρήματε (filochrímate) φιλοχρήματη (filochrímati) φιλοχρήματο (filochrímato) φιλοχρήματοι (filochrímatoi) φιλοχρήματες (filochrímates) φιλοχρήματα (filochrímata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φιλοχρήματος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φιλοχρήματος, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ φιλοχρήματος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language