φαρμακερός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φαρμακερός (farmakerósm (feminine φαρμακερή, neuter φαρμακερό)

  1. venomous, poisonous
    Synonyms: δηλητηριώδης (dilitiriódis), τοξικός (toxikós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαρμακερός (farmakerós) φαρμακερή (farmakerí) φαρμακερό (farmakeró) φαρμακεροί (farmakeroí) φαρμακερές (farmakerés) φαρμακερά (farmakerá)
genitive φαρμακερού (farmakeroú) φαρμακερής (farmakerís) φαρμακερού (farmakeroú) φαρμακερών (farmakerón) φαρμακερών (farmakerón) φαρμακερών (farmakerón)
accusative φαρμακερό (farmakeró) φαρμακερή (farmakerí) φαρμακερό (farmakeró) φαρμακερούς (farmakeroús) φαρμακερές (farmakerés) φαρμακερά (farmakerá)
vocative φαρμακερέ (farmakeré) φαρμακερή (farmakerí) φαρμακερό (farmakeró) φαρμακεροί (farmakeroí) φαρμακερές (farmakerés) φαρμακερά (farmakerá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαρμακερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαρμακερός, etc.)

[edit]