Jump to content

δηλητηριώδης

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From δηλητήρῐον (dēlētḗrĭon, poison) +‎ -ώδης (-ṓdēs, like), from δηλητήρῐος (dēlētḗrĭos, noxious), from δηλέομαι (dēléomai, I destroy).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

δηλητήρῐώδης (dēlētḗrĭṓdēsm or f (neuter δηλητηρῐῶδες); third declension

  1. harmful, poisonous, noxious
    Χαμαιλέοντος ἡ ῥίζα τοῦ μὲν μέλανος ἔχει τι δηλητηριῶδες (Aetius med. 413.1)
    τοῦ δὲ κακοῦ· ἤτοι τῶν δηλητηριωδῶν βοτανῶν (Scholia in Aristotelem, 20.177b17i.1)

Inflection

[edit]

References

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δηλητηριώδης (dilitiriódism (feminine δηλητηριώδης, neuter δηλητηριώδες)

  1. poisonous

Declension

[edit]
Declension of δηλητηριώδης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δηλητηριώδης (dilitiriódis) δηλητηριώδης (dilitiriódis) δηλητηριώδες (dilitiriódes) δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) δηλητηριώδη (dilitiriódi)
genitive δηλητηριώδους (dilitiriódous)
δηλητηριώδη (dilitiriódi)
δηλητηριώδους (dilitiriódous) δηλητηριώδους (dilitiriódous) δηλητηριωδών (dilitiriodón) δηλητηριωδών (dilitiriodón) δηλητηριωδών (dilitiriodón)
accusative δηλητηριώδη (dilitiriódi) δηλητηριώδη (dilitiriódi) δηλητηριώδες (dilitiriódes) δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) δηλητηριώδη (dilitiriódi)
vocative δηλητηριώδη (dilitiriódi)
δηλητηριώδης (dilitiriódis)
δηλητηριώδης (dilitiriódis) δηλητηριώδες (dilitiriódes) δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) δηλητηριώδη (dilitiriódi)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δηλητηριώδης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δηλητηριώδης, etc.)

Synonyms

[edit]