Jump to content

υψηλός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ὑψηλός

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υψηλός (ypsilósm (feminine υψηλή, neuter υψηλό)

  1. Alternative form of ψηλός (psilós)

Declension

[edit]
Declension of υψηλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υψηλός (ypsilós) υψηλή (ypsilí) υψηλό (ypsiló) υψηλοί (ypsiloí) υψηλές (ypsilés) υψηλά (ypsilá)
genitive υψηλού (ypsiloú) υψηλής (ypsilís) υψηλού (ypsiloú) υψηλών (ypsilón) υψηλών (ypsilón) υψηλών (ypsilón)
accusative υψηλό (ypsiló) υψηλή (ypsilí) υψηλό (ypsiló) υψηλούς (ypsiloús) υψηλές (ypsilés) υψηλά (ypsilá)
vocative υψηλέ (ypsilé) υψηλή (ypsilí) υψηλό (ypsiló) υψηλοί (ypsiloí) υψηλές (ypsilés) υψηλά (ypsilá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υψηλός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υψηλός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υψηλότερος (ypsilóteros) υψηλότερη (ypsilóteri) υψηλότερο (ypsilótero) υψηλότεροι (ypsilóteroi) υψηλότερες (ypsilóteres) υψηλότερα (ypsilótera)
genitive υψηλότερου (ypsilóterou) υψηλότερης (ypsilóteris) υψηλότερου (ypsilóterou) υψηλότερων (ypsilóteron) υψηλότερων (ypsilóteron) υψηλότερων (ypsilóteron)
accusative υψηλότερο (ypsilótero) υψηλότερη (ypsilóteri) υψηλότερο (ypsilótero) υψηλότερους (ypsilóterous) υψηλότερες (ypsilóteres) υψηλότερα (ypsilótera)
vocative υψηλότερε (ypsilótere) υψηλότερη (ypsilóteri) υψηλότερο (ypsilótero) υψηλότεροι (ypsilóteroi) υψηλότερες (ypsilóteres) υψηλότερα (ypsilótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υψηλότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υψηλότατος (ypsilótatos) υψηλότατη (ypsilótati) υψηλότατο (ypsilótato) υψηλότατοι (ypsilótatoi) υψηλότατες (ypsilótates) υψηλότατα (ypsilótata)
genitive υψηλότατου (ypsilótatou) υψηλότατης (ypsilótatis) υψηλότατου (ypsilótatou) υψηλότατων (ypsilótaton) υψηλότατων (ypsilótaton) υψηλότατων (ypsilótaton)
accusative υψηλότατο (ypsilótato) υψηλότατη (ypsilótati) υψηλότατο (ypsilótato) υψηλότατους (ypsilótatous) υψηλότατες (ypsilótates) υψηλότατα (ypsilótata)
vocative υψηλότατε (ypsilótate) υψηλότατη (ypsilótati) υψηλότατο (ypsilótato) υψηλότατοι (ypsilótatoi) υψηλότατες (ypsilótates) υψηλότατα (ypsilótata)