Jump to content

υψηλότερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.psiˈlo.te.ɾos/
  • Hyphenation: υ‧ψη‧λό‧τε‧ρος

Adjective

[edit]

υψηλότερος (ypsilóterosm (feminine υψηλότερη, neuter υψηλότερο)

  1. comparative degree of υψηλός (ypsilós)
    Alternative form: ψηλότερος (psilóteros)

Declension

[edit]
Declension of υψηλότερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υψηλότερος (ypsilóteros) υψηλότερη (ypsilóteri) υψηλότερο (ypsilótero) υψηλότεροι (ypsilóteroi) υψηλότερες (ypsilóteres) υψηλότερα (ypsilótera)
genitive υψηλότερου (ypsilóterou) υψηλότερης (ypsilóteris) υψηλότερου (ypsilóterou) υψηλότερων (ypsilóteron) υψηλότερων (ypsilóteron) υψηλότερων (ypsilóteron)
accusative υψηλότερο (ypsilótero) υψηλότερη (ypsilóteri) υψηλότερο (ypsilótero) υψηλότερους (ypsilóterous) υψηλότερες (ypsilóteres) υψηλότερα (ypsilótera)
vocative υψηλότερε (ypsilótere) υψηλότερη (ypsilóteri) υψηλότερο (ypsilótero) υψηλότεροι (ypsilóteroi) υψηλότερες (ypsilóteres) υψηλότερα (ypsilótera)