Jump to content

υψηλόβαθμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from υψηλ(ός) (ypsil(ós)) +‎ -ό- (-ó-) +‎ βαθμ(ός) (vathm(ós)) +‎ -ος (-os).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.psiˈlo.va.θmos/
  • Hyphenation: υ‧ψη‧λό‧βαθ‧μος

Adjective

[edit]

υψηλόβαθμος (ypsilóvathmosm (feminine υψηλόβαθμη, neuter υψηλόβαθμο)

  1. high-ranking

Declension

[edit]
Declension of υψηλόβαθμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υψηλόβαθμος (ypsilóvathmos) υψηλόβαθμη (ypsilóvathmi) υψηλόβαθμο (ypsilóvathmo) υψηλόβαθμοι (ypsilóvathmoi) υψηλόβαθμες (ypsilóvathmes) υψηλόβαθμα (ypsilóvathma)
genitive υψηλόβαθμου (ypsilóvathmou) υψηλόβαθμης (ypsilóvathmis) υψηλόβαθμου (ypsilóvathmou) υψηλόβαθμων (ypsilóvathmon) υψηλόβαθμων (ypsilóvathmon) υψηλόβαθμων (ypsilóvathmon)
accusative υψηλόβαθμο (ypsilóvathmo) υψηλόβαθμη (ypsilóvathmi) υψηλόβαθμο (ypsilóvathmo) υψηλόβαθμους (ypsilóvathmous) υψηλόβαθμες (ypsilóvathmes) υψηλόβαθμα (ypsilóvathma)
vocative υψηλόβαθμε (ypsilóvathme) υψηλόβαθμη (ypsilóvathmi) υψηλόβαθμο (ypsilóvathmo) υψηλόβαθμοι (ypsilóvathmoi) υψηλόβαθμες (ypsilóvathmes) υψηλόβαθμα (ypsilóvathma)

References

[edit]
  1. ^ υψηλόβαθμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language