υπότροφος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπότροφος (ypótrofosm (feminine υπότροφη, neuter υπότροφο)

  1. related to a scholar or a scholarship

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπότροφος (ypótrofos) υπότροφη (ypótrofi) υπότροφο (ypótrofo) υπότροφοι (ypótrofoi) υπότροφες (ypótrofes) υπότροφα (ypótrofa)
genitive υπότροφου (ypótrofou) υπότροφης (ypótrofis) υπότροφου (ypótrofou) υπότροφων (ypótrofon) υπότροφων (ypótrofon) υπότροφων (ypótrofon)
accusative υπότροφο (ypótrofo) υπότροφη (ypótrofi) υπότροφο (ypótrofo) υπότροφους (ypótrofous) υπότροφες (ypótrofes) υπότροφα (ypótrofa)
vocative υπότροφε (ypótrofe) υπότροφη (ypótrofi) υπότροφο (ypótrofo) υπότροφοι (ypótrofoi) υπότροφες (ypótrofes) υπότροφα (ypótrofa)
[edit]

Noun

[edit]

υπότροφος (ypótrofosm or f (plural υπότροφοι)

  1. (education) scholar (holder of a scholarship)

Declension

[edit]
singular plural
nominative υπότροφος (ypótrofos) υπότροφοι (ypótrofoi)
genitive υπότροφου (ypótrofou)
υποτρόφου (ypotrófou)
υπότροφων (ypótrofon)
υποτρόφων (ypotrófon)
accusative υπότροφο (ypótrofo) υπότροφους (ypótrofous)
υποτρόφους (ypotrófous)
vocative υπότροφε (ypótrofe) υπότροφοι (ypótrofoi)

Second forms are formal. 

[edit]