υπότροφος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ὑπότροφος
Greek
[edit]Adjective
[edit]υπότροφος • (ypótrofos) m (feminine υπότροφη, neuter υπότροφο)
- related to a scholar or a scholarship
Declension
[edit]Declension of υπότροφος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπότροφος • | υπότροφη • | υπότροφο • | υπότροφοι • | υπότροφες • | υπότροφα • |
genitive | υπότροφου • | υπότροφης • | υπότροφου • | υπότροφων • | υπότροφων • | υπότροφων • |
accusative | υπότροφο • | υπότροφη • | υπότροφο • | υπότροφους • | υπότροφες • | υπότροφα • |
vocative | υπότροφε • | υπότροφη • | υπότροφο • | υπότροφοι • | υπότροφες • | υπότροφα • |
Related terms
[edit]- υποτροφία f (ypotrofía, “scholarship”)
Noun
[edit]υπότροφος • (ypótrofos) m or f (plural υπότροφοι)
- (education) scholar (holder of a scholarship)
Declension
[edit]Declension of υπότροφος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υπότροφος • | υπότροφοι • | |
genitive | υπότροφου •, υποτρόφου • | υπότροφων •, υποτρόφων • | |
accusative | υπότροφο • | υπότροφους •, υποτρόφους • | |
vocative | υπότροφε • | υπότροφοι • | |
Second forms are formal. |
Related terms
[edit]- υποτροφία f (ypotrofía, “scholarship”)