Jump to content

υποψήφιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υποψήφιος (ypopsífiosm (feminine υποψήφια, neuter υποψήφιο)

  1. prospective

Declension

[edit]
Declension of υποψήφιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποψήφιος (ypopsífios) υποψήφια (ypopsífia) υποψήφιο (ypopsífio) υποψήφιοι (ypopsífioi) υποψήφιες (ypopsífies) υποψήφια (ypopsífia)
genitive υποψήφιου (ypopsífiou) υποψήφιας (ypopsífias) υποψήφιου (ypopsífiou) υποψήφιων (ypopsífion) υποψήφιων (ypopsífion) υποψήφιων (ypopsífion)
accusative υποψήφιο (ypopsífio) υποψήφια (ypopsífia) υποψήφιο (ypopsífio) υποψήφιους (ypopsífious) υποψήφιες (ypopsífies) υποψήφια (ypopsífia)
vocative υποψήφιε (ypopsífie) υποψήφια (ypopsífia) υποψήφιο (ypopsífio) υποψήφιοι (ypopsífioi) υποψήφιες (ypopsífies) υποψήφια (ypopsífia)

Noun

[edit]

υποψήφιος (ypopsífiosm or f (plural υποψήφιοι, feminine υποψήφια)

  1. (politics) candidate (in election or for position)

Declension

[edit]
Declension of υποψήφιος
singular plural
nominative υποψήφιος (ypopsífios) υποψήφιοι (ypopsífioi)
genitive υποψήφιου (ypopsífiou)
υποψηφίου (ypopsifíou)
υποψήφιων (ypopsífion)
υποψηφίων (ypopsifíon)
accusative υποψήφιο (ypopsífio) υποψήφιους (ypopsífious)
υποψηφίους (ypopsifíous)
vocative υποψήφιε (ypopsífie) υποψήφιοι (ypopsífioi)

Second forms are formal. 

[edit]