Jump to content

υπεριώδης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From υπερ- (yper-, ultra) +‎ ιώδης (iódis, violet), calque of French ultraviolet.

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

υπεριώδης (yperiódism (feminine υπεριώδης, neuter υπεριώδες)

  1. ultraviolet

Declension

[edit]
Declension of υπεριώδης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπεριώδης (yperiódis) υπεριώδης (yperiódis) υπεριώδες (yperiódes) υπεριώδεις (yperiódeis) υπεριώδεις (yperiódeis) υπεριώδη (yperiódi)
genitive υπεριώδους (yperiódous)
υπεριώδη (yperiódi)
υπεριώδους (yperiódous) υπεριώδους (yperiódous) υπεριωδών (yperiodón) υπεριωδών (yperiodón) υπεριωδών (yperiodón)
accusative υπεριώδη (yperiódi) υπεριώδη (yperiódi) υπεριώδες (yperiódes) υπεριώδεις (yperiódeis) υπεριώδεις (yperiódeis) υπεριώδη (yperiódi)
vocative υπεριώδη (yperiódi)
υπεριώδης (yperiódis)
υπεριώδης (yperiódis) υπεριώδες (yperiódes) υπεριώδεις (yperiódeis) υπεριώδεις (yperiódeis) υπεριώδη (yperiódi)
  1. υπεριώδης ακτινοβολίαyperiódis aktinovolíaultraviolet radiation
[edit]

Further reading

[edit]