Jump to content

υπέρυθρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπέρυθρος (ypérythrosm (feminine υπέρυθρη, neuter υπέρυθρο)

  1. (physics) infrared
    υπέρυθρη ακτινοβολία (infrared radiation)
  2. rufous, reddish
  3. ruddy, rubicund

Declension

[edit]
Declension of υπέρυθρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπέρυθρος (ypérythros) υπέρυθρη (ypérythri) υπέρυθρο (ypérythro) υπέρυθροι (ypérythroi) υπέρυθρες (ypérythres) υπέρυθρα (ypérythra)
genitive υπέρυθρου (ypérythrou) υπέρυθρης (ypérythris) υπέρυθρου (ypérythrou) υπέρυθρων (ypérythron) υπέρυθρων (ypérythron) υπέρυθρων (ypérythron)
accusative υπέρυθρο (ypérythro) υπέρυθρη (ypérythri) υπέρυθρο (ypérythro) υπέρυθρους (ypérythrous) υπέρυθρες (ypérythres) υπέρυθρα (ypérythra)
vocative υπέρυθρε (ypérythre) υπέρυθρη (ypérythri) υπέρυθρο (ypérythro) υπέρυθροι (ypérythroi) υπέρυθρες (ypérythres) υπέρυθρα (ypérythra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρυθρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρυθρος, etc.)