Jump to content

υπεράνθρωπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ὑπεράνθρωπος (huperánthrōpos, superior to man) with semantic loan from French surhumain and German Übermensch.[1] By surface analysis, υπερ- (yper-) +‎ άνθρωπος (ánthropos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.peˈɾan.θɾo.pos/
  • Hyphenation: υ‧πε‧ράν‧θρω‧πος

Adjective

[edit]

υπεράνθρωπος (yperánthroposm (feminine υπεράνθρωπη, neuter υπεράνθρωπο)

  1. superhuman
  2. (nominalized, in Nietzschean philosophy) übermensch, superman
  3. (nominalized) superhuman, superman
    Synonym: σούπερμαν (soúperman)

Declension

[edit]
Declension of υπεράνθρωπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπεράνθρωπος (yperánthropos) υπεράνθρωπη (yperánthropi) υπεράνθρωπο (yperánthropo) υπεράνθρωποι (yperánthropoi) υπεράνθρωπες (yperánthropes) υπεράνθρωπα (yperánthropa)
genitive υπεράνθρωπου (yperánthropou) υπεράνθρωπης (yperánthropis) υπεράνθρωπου (yperánthropou) υπεράνθρωπων (yperánthropon) υπεράνθρωπων (yperánthropon) υπεράνθρωπων (yperánthropon)
accusative υπεράνθρωπο (yperánthropo) υπεράνθρωπη (yperánthropi) υπεράνθρωπο (yperánthropo) υπεράνθρωπους (yperánthropous) υπεράνθρωπες (yperánthropes) υπεράνθρωπα (yperánthropa)
vocative υπεράνθρωπε (yperánthrope) υπεράνθρωπη (yperánthropi) υπεράνθρωπο (yperánthropo) υπεράνθρωποι (yperánthropoi) υπεράνθρωπες (yperánthropes) υπεράνθρωπα (yperánthropa)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ υπεράνθρωπος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language