Jump to content

υδρόγειος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from υδρό- (ydró-) + -γειος (-geios), a calque of French terraqué.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /iˈðɾo.ʝi.os/
  • Hyphenation: υ‧δρό‧γει‧ος

Adjective

[edit]

υδρόγειος (ydrógeiosm (feminine υδρόγειος or υδρόγεια, neuter υδρόγειο)

  1. terraqueous
    υδρόγειος σφαίραydrógeios sfaíraglobe (literally, “terraqueous sphere”)

Declension

[edit]
Declension of υδρόγειος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υδρόγειος (ydrógeios) υδρόγειος (ydrógeios)
υδρόγεια (ydrógeia)
υδρόγειο (ydrógeio) υδρόγειοι (ydrógeioi) υδρόγειοι (ydrógeioi)
υδρόγειες (ydrógeies)
υδρόγεια (ydrógeia)
genitive υδρόγειου (ydrógeiou)
υδρογείου (ydrogeíou)
υδρογείου (ydrogeíou)
υδρόγειας (ydrógeias)
υδρόγειου (ydrógeiou)
υδρογείου (ydrogeíou)
υδρόγειων (ydrógeion)
υδρογείων (ydrogeíon)
υδρογείων (ydrogeíon) υδρόγειων (ydrógeion)
υδρογείων (ydrogeíon)
accusative υδρόγειο (ydrógeio) υδρόγειο (ydrógeio)
υδρόγεια (ydrógeia)
υδρόγειο (ydrógeio) υδρόγειους (ydrógeious)
υδρογείους (ydrogeíous)
υδρογείους (ydrogeíous)
υδρόγειες (ydrógeies)
υδρόγεια (ydrógeia)
vocative υδρόγειε (ydrógeie) υδρόγειε (ydrógeie)
υδρόγεια (ydrógeia)
υδρόγειο (ydrógeio) υδρόγειοι (ydrógeioi) υδρόγειοι (ydrógeioi)
υδρόγειες (ydrógeies)
υδρόγεια (ydrógeia)

Noun

[edit]

υδρόγειος (ydrógeiosf (plural υδρόγειοι)

  1. Ellipsis of υδρόγειος σφαίρα (ydrógeios sfaíra):
    1. globe (planet Earth)
    2. globe (a spherical model of Earth)

Declension

[edit]
Declension of υδρόγειος
singular plural
nominative υδρόγειος (ydrógeios) υδρόγειοι (ydrógeioi)
genitive υδρογείου (ydrogeíou) υδρογείων (ydrogeíon)
accusative υδρόγειο (ydrógeio) υδρογείους (ydrogeíous)
vocative υδρόγειε (ydrógeie)
υδρόγειο (ydrógeio)
υδρόγειοι (ydrógeioi)

References

[edit]
  1. ^ υδρόγειος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language