υδατικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ὑδατικός (hudatikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]υδατικός • (ydatikós) m (feminine υδατική, neuter υδατικό)
- (relational) water (attributive), aquatic (relating to water)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υδατικός (ydatikós) | υδατική (ydatikí) | υδατικό (ydatikó) | υδατικοί (ydatikoí) | υδατικές (ydatikés) | υδατικά (ydatiká) | |
genitive | υδατικού (ydatikoú) | υδατικής (ydatikís) | υδατικού (ydatikoú) | υδατικών (ydatikón) | υδατικών (ydatikón) | υδατικών (ydatikón) | |
accusative | υδατικό (ydatikó) | υδατική (ydatikí) | υδατικό (ydatikó) | υδατικούς (ydatikoús) | υδατικές (ydatikés) | υδατικά (ydatiká) | |
vocative | υδατικέ (ydatiké) | υδατική (ydatikí) | υδατικό (ydatikó) | υδατικοί (ydatikoí) | υδατικές (ydatikés) | υδατικά (ydatiká) |
References
[edit]- ^ υδατικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language