Jump to content

τροχαίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /tɾoˈçe.os/
  • Hyphenation: τρο‧χαί‧ος

Etymology 1

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek τροχαῖος (trokhaîos).[1]

Noun

[edit]

τροχαίος (trochaíosm (plural τροχαίοι)

  1. trochee
Declension
[edit]
Declension of τροχαίος
singular plural
nominative τροχαίος (trochaíos) τροχαίοι (trochaíoi)
genitive τροχαίου (trochaíou) τροχαίων (trochaíon)
accusative τροχαίο (trochaío) τροχαίους (trochaíous)
vocative τροχαίε (trochaíe) τροχαίοι (trochaíoi)
[edit]

Etymology 2

[edit]

Back-formation from τροχαία (trochaía, traffic department), from τροχ(ός) (troch(ós)) +‎ -αία (-aía, feminine of -αίος). Compare Koine Greek τροχαῖος (trokhaîos, running).[1]

Adjective

[edit]

τροχαίος (trochaíosm (feminine τροχαία, neuter τροχαίο) (transport)

  1. wheeled, on wheels
    τροχαίο υλικόtrochaío ylikórolling stock
  2. road traffic, traffic (attributive)
    τροχαίο ατύχημαtrochaío atýchima(road) traffic accident
  3. (nominalized) traffic officer
    Synonym: τροχονόμος m (trochonómos)
Declension
[edit]
Declension of τροχαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τροχαίος (trochaíos) τροχαία (trochaía) τροχαίο (trochaío) τροχαίοι (trochaíoi) τροχαίες (trochaíes) τροχαία (trochaía)
genitive τροχαίου (trochaíou) τροχαίας (trochaías) τροχαίου (trochaíou) τροχαίων (trochaíon) τροχαίων (trochaíon) τροχαίων (trochaíon)
accusative τροχαίο (trochaío) τροχαία (trochaía) τροχαίο (trochaío) τροχαίους (trochaíous) τροχαίες (trochaíes) τροχαία (trochaía)
vocative τροχαίε (trochaíe) τροχαία (trochaía) τροχαίο (trochaío) τροχαίοι (trochaíoi) τροχαίες (trochaíes) τροχαία (trochaía)
Derived terms
[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. 1.0 1.1 τροχαίος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language