Jump to content

τραυματισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /tɾav.ma.tiˈzme.nos/
  • Hyphenation: τραυ‧μα‧τι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

τραυματισμένος (travmatisménosm (feminine τραυματισμένη, neuter τραυματισμένο)

  1. passive perfect participle of τραυματίζω (travmatízo): injured; wounded

Declension

[edit]
Declension of τραυματισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τραυματισμένος (travmatisménos) τραυματισμένη (travmatisméni) τραυματισμένο (travmatisméno) τραυματισμένοι (travmatisménoi) τραυματισμένες (travmatisménes) τραυματισμένα (travmatisména)
genitive τραυματισμένου (travmatisménou) τραυματισμένης (travmatisménis) τραυματισμένου (travmatisménou) τραυματισμένων (travmatisménon) τραυματισμένων (travmatisménon) τραυματισμένων (travmatisménon)
accusative τραυματισμένο (travmatisméno) τραυματισμένη (travmatisméni) τραυματισμένο (travmatisméno) τραυματισμένους (travmatisménous) τραυματισμένες (travmatisménes) τραυματισμένα (travmatisména)
vocative τραυματισμένε (travmatisméne) τραυματισμένη (travmatisméni) τραυματισμένο (travmatisméno) τραυματισμένοι (travmatisménoi) τραυματισμένες (travmatisménes) τραυματισμένα (travmatisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τραυματισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τραυματισμένος, etc.)