From Ancient Greek τραυματίζω ( traumatízō ) .
τραυματίζω • (travmatízo ) (past τραυμάτισα , passive τραυματίζομαι )
to wound , damage , injure
τραυματίζω τραυματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
τραυματίζω
τραυματίσω
τραυματίζομαι
τραυματιστώ
2 sg
τραυματίζεις
τραυματίσεις
τραυματίζεσαι
τραυματιστείς
3 sg
τραυματίζει
τραυματίσει
τραυματίζεται
τραυματιστεί
1 pl
τραυματίζουμε , [‑ομε ]
τραυματίσουμε , [‑ομε ]
τραυματιζόμαστε
τραυματιστούμε
2 pl
τραυματίζετε
τραυματίσετε
τραυματίζεστε , τραυματιζόσαστε
τραυματιστείτε
3 pl
τραυματίζουν (ε )
τραυματίσουν (ε )
τραυματίζονται
τραυματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
τραυμάτιζα
τραυμάτισα
τραυματιζόμουν (α )
τραυματίστηκα
2 sg
τραυμάτιζες
τραυμάτισες
τραυματιζόσουν (α )
τραυματίστηκες
3 sg
τραυμάτιζε
τραυμάτισε
τραυματιζόταν (ε )
τραυματίστηκε
1 pl
τραυματίζαμε
τραυματίσαμε
τραυματιζόμασταν , (‑όμαστε )
τραυματιστήκαμε
2 pl
τραυματίζατε
τραυματίσατε
τραυματιζόσασταν , (‑όσαστε )
τραυματιστήκατε
3 pl
τραυμάτιζαν , τραυματίζαν (ε )
τραυμάτισαν , τραυματίσαν (ε )
τραυματίζονταν , (τραυματιζόντουσαν )
τραυματίστηκαν , τραυματιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα τραυματίζω ➤
θα τραυματίσω ➤
θα τραυματίζομαι ➤
θα τραυματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα τραυματίζεις , …
θα τραυματίσεις , …
θα τραυματίζεσαι , …
θα τραυματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … τραυματίσει έχω, έχεις, … τραυματισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … τραυματιστεί είμαι , είσαι , … τραυματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … τραυματίσει είχα, είχες, … τραυματισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … τραυματιστεί ήμουν , ήσουν , … τραυματισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … τραυματίσει θα έχω, θα έχεις, … τραυματισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … τραυματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … τραυματισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
τραυμάτιζε
τραυμάτισε
—
τραυματίσου
2 pl
τραυματίζετε
τραυματίστε
τραυματίζεστε
τραυματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
τραυματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας τραυματίσει ➤
τραυματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
τραυματίσει
τραυματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.