της πουτάνας
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- της πουτάνας το κάγκελο (tis poutánas to kágkelo)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]της πουτάνας • (tis poutánas) f (uncountable)
- (idiomatic, colloquial, vulgar) mayhem, pandemonium, commotion, upheaval, all hell breaks loose (literally: of the whore)
- Μέθυσαν μερικοί στον γάμο και έγινε της πουτάνας.
- Méthysan merikoí ston gámo kai égine tis poutánas.
- A few got drunk at the wedding and all hell broke loose.
Synonyms
[edit]- έλα να δεις n (éla na deis)
- σώσε n (sóse)
- της μουρλής (tis mourlís)
- της τρελής (tis trelís)
- χαμός (chamós)