της μουρλής
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]της μουρλής • (tis mourlís) f (uncountable)
- (idiomatic, colloquial) mayhem, pandemonium, commotion, upheaval (literally: of the lunatic)
- Απόψε θα γίνει της μουρλής στην Αθήνα με τις διαδηλώσεις.
- Apópse tha gínei tis mourlís stin Athína me tis diadilóseis.
- There'll be mayhem tonight in Athens because of the protests.
Synonyms
[edit]- έλα να δεις n (éla na deis)
- σώσε n (sóse)
- της τρελής (tis trelís)
- της πουτάνας (tis poutánas) (vulgar)
- χαμός (chamós)