Jump to content

ταραχοποιός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Byzantine Greek ταραχοποιός (tarakhopoiós). By surface analysis, ταραχ(ή) (tarach(í)) +‎ -ο- (-o-) +‎ -ποιός (-poiós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ta.ɾa.xo.piˈos/
  • Hyphenation: τα‧ρα‧χο‧ποι‧ός

Adjective

[edit]

ταραχοποιός (tarachopoiósm (feminine ταραχοποιός or ταραχοποιά, neuter ταραχοποιό)

  1. troublemaking

Declension

[edit]
Declension of ταραχοποιός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταραχοποιός (tarachopoiós) ταραχοποιός (tarachopoiós)
ταραχοποιή (tarachopoií)
ταραχοποιό (tarachopoió) ταραχοποιοί (tarachopoioí) ταραχοποιοί (tarachopoioí)
ταραχοποιές (tarachopoiés)
ταραχοποιά (tarachopoiá)
genitive ταραχοποιού (tarachopoioú) ταραχοποιού (tarachopoioú)
ταραχοποιής (tarachopoiís)
ταραχοποιού (tarachopoioú) ταραχοποιών (tarachopoión) ταραχοποιών (tarachopoión) ταραχοποιών (tarachopoión)
accusative ταραχοποιό (tarachopoió) ταραχοποιό (tarachopoió)
ταραχοποιή (tarachopoií)
ταραχοποιό (tarachopoió) ταραχοποιούς (tarachopoioús) ταραχοποιούς (tarachopoioús)
ταραχοποιές (tarachopoiés)
ταραχοποιά (tarachopoiá)
vocative ταραχοποιέ (tarachopoié) ταραχοποιέ (tarachopoié)
ταραχοποιή (tarachopoií)
ταραχοποιό (tarachopoió) ταραχοποιοί (tarachopoioí) ταραχοποιοί (tarachopoioí)
ταραχοποιές (tarachopoiés)
ταραχοποιά (tarachopoiá)

Noun

[edit]

ταραχοποιός (tarachopoiósm or f (plural ταραχοποιοί)

  1. troublemaker

Declension

[edit]
Declension of ταραχοποιός
singular plural
nominative ταραχοποιός (tarachopoiós) ταραχοποιοί (tarachopoioí)
genitive ταραχοποιού (tarachopoioú) ταραχοποιών (tarachopoión)
accusative ταραχοποιό (tarachopoió) ταραχοποιούς (tarachopoioús)
vocative ταραχοποιέ (tarachopoié) ταραχοποιοί (tarachopoioí)

References

[edit]
  1. ^ ταραχοποιός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language