Jump to content

σχετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek σχετικός (skhetikós); synchronically analyzable as an adjectival derivative of σχέση (schési, relation). Τhe modern sense of "relative, proportional" is a semantic loan from French relatif.

Adjective

[edit]

σχετικός (schetikósm (feminine σχετική, neuter σχετικό)

  1. related
  2. relative
  3. proportional

Declension

[edit]
Declension of σχετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκετικός (sketikós) σκετική (sketikí) σκετικό (sketikó) σκετικοί (sketikoí) σκετικές (sketikés) σκετικά (sketiká)
genitive σκετικού (sketikoú) σκετικής (sketikís) σκετικού (sketikoú) σκετικών (sketikón) σκετικών (sketikón) σκετικών (sketikón)
accusative σκετικό (sketikó) σκετική (sketikí) σκετικό (sketikó) σκετικούς (sketikoús) σκετικές (sketikés) σκετικά (sketiká)
vocative σκετικέ (sketiké) σκετική (sketikí) σκετικό (sketikó) σκετικοί (sketikoí) σκετικές (sketikés) σκετικά (sketiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σχετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σχετικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σχετικότερος (schetikóteros) σχετικότερη (schetikóteri) σχετικότερο (schetikótero) σχετικότεροι (schetikóteroi) σχετικότερες (schetikóteres) σχετικότερα (schetikótera)
genitive σχετικότερου (schetikóterou) σχετικότερης (schetikóteris) σχετικότερου (schetikóterou) σχετικότερων (schetikóteron) σχετικότερων (schetikóteron) σχετικότερων (schetikóteron)
accusative σχετικότερο (schetikótero) σχετικότερη (schetikóteri) σχετικότερο (schetikótero) σχετικότερους (schetikóterous) σχετικότερες (schetikóteres) σχετικότερα (schetikótera)
vocative σχετικότερε (schetikótere) σχετικότερη (schetikóteri) σχετικότερο (schetikótero) σχετικότεροι (schetikóteroi) σχετικότερες (schetikóteres) σχετικότερα (schetikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σχετικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σχετικότατος (schetikótatos) σχετικότατη (schetikótati) σχετικότατο (schetikótato) σχετικότατοι (schetikótatoi) σχετικότατες (schetikótates) σχετικότατα (schetikótata)
genitive σχετικότατου (schetikótatou) σχετικότατης (schetikótatis) σχετικότατου (schetikótatou) σχετικότατων (schetikótaton) σχετικότατων (schetikótaton) σχετικότατων (schetikótaton)
accusative σχετικότατο (schetikótato) σχετικότατη (schetikótati) σχετικότατο (schetikótato) σχετικότατους (schetikótatous) σχετικότατες (schetikótates) σχετικότατα (schetikótata)
vocative σχετικότατε (schetikótate) σχετικότατη (schetikótati) σχετικότατο (schetikótato) σχετικότατοι (schetikótatoi) σχετικότατες (schetikótates) σχετικότατα (schetikótata)

Derived terms

[edit]