σχετίζω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from σχετικός (schetikós) + -ίζω (-ízo), with semantic loan from French mettre en relation (active) and être en relations (passive).[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]σχετίζω • (schetízo) (past σχέτισα, passive σχετίζομαι, p‑past σχετίστηκα) (transitive)
- (transitive) to relate, to associate (to bring into a relation, association, or connection)
- (passive voice) to be related
- (passive voice) to have relations [with με (me, + accusative) ‘with somebody’]
Conjugation
[edit]σχετίζω σχετίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | σχετίζω | σχετίσω | σχετίζομαι | σχετιστώ |
2 sg | σχετίζεις | σχετίσεις | σχετίζεσαι | σχετιστείς |
3 sg | σχετίζει | σχετίσει | σχετίζεται | σχετιστεί |
1 pl | σχετίζουμε, [‑ομε] | σχετίσουμε, [‑ομε] | σχετιζόμαστε | σχετιστούμε |
2 pl | σχετίζετε | σχετίσετε | σχετίζεστε, σχετιζόσαστε | σχετιστείτε |
3 pl | σχετίζουν(ε) | σχετίσουν(ε) | σχετίζονται | σχετιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | σχέτιζα | σχέτισα | σχετιζόμουν(α) | σχετίστηκα |
2 sg | σχέτιζες | σχέτισες | σχετιζόσουν(α) | σχετίστηκες |
3 sg | σχέτιζε | σχέτισε | σχετιζόταν(ε) | σχετίστηκε |
1 pl | σχετίζαμε | σχετίσαμε | σχετιζόμασταν, (‑όμαστε) | σχετιστήκαμε |
2 pl | σχετίζατε | σχετίσατε | σχετιζόσασταν, (‑όσαστε) | σχετιστήκατε |
3 pl | σχέτιζαν, σχετίζαν(ε) | σχέτισαν, σχετίσαν(ε) | σχετίζονταν, (σχετιζόντουσαν) | σχετίστηκαν, σχετιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα σχετίζω ➤ | θα σχετίσω ➤ | θα σχετίζομαι ➤ | θα σχετιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα σχετίζεις, … | θα σχετίσεις, … | θα σχετίζεσαι, … | θα σχετιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … σχετίσει έχω, έχεις, … σχετισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … σχετιστεί είμαι, είσαι, … σχετισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … σχετίσει είχα, είχες, … σχετισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … σχετιστεί ήμουν, ήσουν, … σχετισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … σχετίσει θα έχω, θα έχεις, … σχετισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … σχετιστεί θα είμαι, θα είσαι, … σχετισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σχέτιζε | σχέτισε | — | σχετίσου |
2 pl | σχετίζετε | σχετίστε | σχετίζεστε | σχετιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | σχετίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας σχετίσει ➤ | σχετισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | σχετίσει | σχετιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- συσχετίζω (syschetízo)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ σχετίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language