Jump to content

συντελικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the ancient συντελ(ής) (suntel(ḗs)) +‎ -ικός (-ikós), from συντελέω/συντελῶ (sunteléō/suntelô). Morphologically, συν- (sun-) +‎ τέλ(ος) (tél(os)) +‎ -ής (-ḗs).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

συντελικός (suntelikósm (feminine συντελική, neuter συντελικόν); first/second declension (Koine)

  1. belonging to
  2. (grammar) completed sense of perfective tenses e.g. aorist, perfect

Inflection

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]


Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek συντελικός (suntelikós, belonging to; completed sense of tenses).[1] Morphologically, συντελ(ής) (syntel(ís)) +‎ -ικός (-ikós)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sin.de.liˈkos/
  • Hyphenation: συ‧ντε‧λι‧κός
  • Old Hyphenation: συν‧τε‧λι‧κός

Adjective

[edit]

συντελικός (syntelikósm (feminine συντελική, neuter συντελικό)

  1. (grammar) relating to perfective aspect of tenses, with the sense: completed
    Οι συντελικοί χρόνοι στα νέα ελληνικά είναι: παρακείμενος, υπερσυντέλικος, τετελεσμένος μέλλοντας
    Oi syntelikoí chrónoi sta néa elliniká eínai: parakeímenos, ypersyntélikos, tetelesménos méllontas
    The perfective tenses in Modern Greek are: present perfect, past perfect, future perfect.

Declension

[edit]
The template Template:el-decl-adj does not use the parameter(s):
1=συντελικ
Please see Module:checkparams for help with this warning.

Declension of συντελικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συντελικός (syntelikós) συντελική (syntelikí) συντελικό (syntelikó) συντελικοί (syntelikoí) συντελικές (syntelikés) συντελικά (synteliká)
genitive συντελικού (syntelikoú) συντελικής (syntelikís) συντελικού (syntelikoú) συντελικών (syntelikón) συντελικών (syntelikón) συντελικών (syntelikón)
accusative συντελικό (syntelikó) συντελική (syntelikí) συντελικό (syntelikó) συντελικούς (syntelikoús) συντελικές (syntelikés) συντελικά (synteliká)
vocative συντελικέ (synteliké) συντελική (syntelikí) συντελικό (syntelikó) συντελικοί (syntelikoí) συντελικές (syntelikés) συντελικά (synteliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συντελικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συντελικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ συντελικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language