Jump to content

συνολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from σύνολ(ο) (sýnol(o)) +‎ -ικός (-ikós), a calque of French entier and en totalité.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.no.liˈkos/
  • Hyphenation: συ‧νο‧λι‧κός

Adjective

[edit]

συνολικός (synolikósm (feminine συνολική, neuter συνολικό)

  1. total (entire; relating to the whole of something)
  2. overall

Declension

[edit]
Declension of συνολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνολικός (synolikós) συνολική (synolikí) συνολικό (synolikó) συνολικοί (synolikoí) συνολικές (synolikés) συνολικά (synoliká)
genitive συνολικού (synolikoú) συνολικής (synolikís) συνολικού (synolikoú) συνολικών (synolikón) συνολικών (synolikón) συνολικών (synolikón)
accusative συνολικό (synolikó) συνολική (synolikí) συνολικό (synolikó) συνολικούς (synolikoús) συνολικές (synolikés) συνολικά (synoliká)
vocative συνολικέ (synoliké) συνολική (synolikí) συνολικό (synolikó) συνολικοί (synolikoí) συνολικές (synolikés) συνολικά (synoliká)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ συνολικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language