Jump to content

σύνολο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σύνολο (sýnolon (plural σύνολα)

  1. (mathematics) set
  2. sum

Declension

[edit]
Declension of σύνολο
singular plural
nominative σύνολο (sýnolo) σύνολα (sýnola)
genitive συνόλου (synólou)
σύνολου (sýnolou)
συνόλων (synólon)
accusative σύνολο (sýnolo) σύνολα (sýnola)
vocative σύνολο (sýnolo) σύνολα (sýnola)
[edit]

Further reading

[edit]