|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
συνοδεύω
|
συνοδεύσω, συνοδέψω1
|
συνοδεύομαι
|
συνοδευθώ, συνοδευτώ
|
2 sg
|
συνοδεύεις
|
συνοδεύσεις, συνοδέψεις
|
συνοδεύεσαι
|
συνοδευθείς, συνοδευτείς
|
3 sg
|
συνοδεύει
|
συνοδεύσει, συνοδέψει
|
συνοδεύεται
|
συνοδευθεί, συνοδευτεί
|
|
1 pl
|
συνοδεύουμε, [‑ομε]
|
συνοδεύσουμε, [‑ομε], συνοδέψουμε, [‑ομε]
|
συνοδευόμαστε
|
συνοδευθούμε, συνοδευτούμε
|
2 pl
|
συνοδεύετε
|
συνοδεύσετε, συνοδέψετε
|
συνοδεύεστε, συνοδευόσαστε
|
συνοδευθείτε, συνοδευτείτε
|
3 pl
|
συνοδεύουν(ε)
|
συνοδεύσουν(ε), συνοδέψουν(ε)
|
συνοδεύονται
|
συνοδευθούν(ε), συνοδευτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
συνόδευα
|
συνόδευσα, συνόδεψα1
|
συνοδευόμουν(α)
|
συνοδεύθηκα, συνοδεύτηκα
|
2 sg
|
συνόδευες
|
συνόδευσες, συνόδεψες
|
συνοδευόσουν(α)
|
συνοδεύθηκες, συνοδεύτηκες
|
3 sg
|
συνόδευε
|
συνόδευσε, συνόδεψε
|
συνοδευόταν(ε)
|
συνοδεύθηκε, συνοδεύτηκε
|
|
1 pl
|
συνοδεύαμε
|
συνοδεύσαμε, συνοδέψαμε
|
συνοδευόμασταν, (‑όμαστε)
|
συνοδευθήκαμε, συνοδευτήκαμε
|
2 pl
|
συνοδεύατε
|
συνοδεύσατε, συνοδέψατε
|
συνοδευόσασταν, (‑όσαστε)
|
συνοδευθήκατε, συνοδευτήκατε
|
3 pl
|
συνόδευαν, συνοδεύαν(ε)
|
συνόδευσαν, συνοδεύσαν(ε), συνόδεψαν
|
συνοδεύονταν, (συνοδευόντουσαν)
|
συνοδεύθηκαν, συνοδευθήκαν(ε), συνοδεύτηκαν, συνοδευτήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα συνοδεύω ➤
|
θα συνοδεύσω / συνοδέψω ➤
|
θα συνοδεύομαι ➤
|
θα συνοδευθώ / συνοδευτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα συνοδεύεις, …
|
θα συνοδεύσεις / συνοδέψεις, …
|
θα συνοδεύεσαι, …
|
θα συνοδευθείς / συνοδευτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … συνοδεύσει / συνοδέψει έχω, έχεις, … συνοδευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … συνοδευθεί / συνοδευτεί είμαι, είσαι, … συνοδευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … συνοδεύσει / συνοδέψει είχα, είχες, … συνοδευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … συνοδευθεί / συνοδευτεί ήμουν, ήσουν, … συνοδευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … συνοδεύσει / συνοδέψει θα έχω, θα έχεις, … συνοδευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … συνοδευθεί / συνοδευτεί θα είμαι, θα είσαι, … συνοδευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
συνόδευε
|
συνόδευσε, συνόδεψε / συνόδευ' 2
|
—
|
συνοδεύσου, συνοδέψου
|
2 pl
|
συνοδεύετε
|
συνοδεύστε, συνοδέψτε / συνοδεύτε3
|
συνοδεύεστε
|
συνοδευθείτε, συνοδευτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
συνοδεύοντας ➤
|
συνοδευόμενος, -η, -ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας συνοδεύσει / συνοδέψει ➤
|
συνοδευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
συνοδεύσει, συνοδέψει
|
συνοδευθεί, συνοδευτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The active forms with < ψ > are less formal. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. συνόδευ' τον ("accompany him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|