Jump to content

συνοδευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from συνοδεύ(ω) (synodév(o)) +‎ -τικός (-tikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.no.ðe.ftiˈkos/
  • Hyphenation: συ‧νο‧δευ‧τι‧κός

Adjective

[edit]

συνοδευτικός (synodeftikósm (feminine συνοδευτική, neuter συνοδευτικό)

  1. accompanying

Declension

[edit]
Declension of συνοδευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνοδευτικός (synodeftikós) συνοδευτική (synodeftikí) συνοδευτικό (synodeftikó) συνοδευτικοί (synodeftikoí) συνοδευτικές (synodeftikés) συνοδευτικά (synodeftiká)
genitive συνοδευτικού (synodeftikoú) συνοδευτικής (synodeftikís) συνοδευτικού (synodeftikoú) συνοδευτικών (synodeftikón) συνοδευτικών (synodeftikón) συνοδευτικών (synodeftikón)
accusative συνοδευτικό (synodeftikó) συνοδευτική (synodeftikí) συνοδευτικό (synodeftikó) συνοδευτικούς (synodeftikoús) συνοδευτικές (synodeftikés) συνοδευτικά (synodeftiká)
vocative συνοδευτικέ (synodeftiké) συνοδευτική (synodeftikí) συνοδευτικό (synodeftikó) συνοδευτικοί (synodeftikoí) συνοδευτικές (synodeftikés) συνοδευτικά (synodeftiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ συνοδευτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language