συνεταιριστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]συνεταιριστικός • (synetairistikós) m (feminine συνεταιριστική, neuter συνεταιριστικό)
- relating to the cooperative movement or cooperatives
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συνεταιριστικός (synetairistikós) | συνεταιριστική (synetairistikí) | συνεταιριστικό (synetairistikó) | συνεταιριστικοί (synetairistikoí) | συνεταιριστικές (synetairistikés) | συνεταιριστικά (synetairistiká) | |
genitive | συνεταιριστικού (synetairistikoú) | συνεταιριστικής (synetairistikís) | συνεταιριστικού (synetairistikoú) | συνεταιριστικών (synetairistikón) | συνεταιριστικών (synetairistikón) | συνεταιριστικών (synetairistikón) | |
accusative | συνεταιριστικό (synetairistikó) | συνεταιριστική (synetairistikí) | συνεταιριστικό (synetairistikó) | συνεταιριστικούς (synetairistikoús) | συνεταιριστικές (synetairistikés) | συνεταιριστικά (synetairistiká) | |
vocative | συνεταιριστικέ (synetairistiké) | συνεταιριστική (synetairistikí) | συνεταιριστικό (synetairistikó) | συνεταιριστικοί (synetairistikoí) | συνεταιριστικές (synetairistikés) | συνεταιριστικά (synetairistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεταιριστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεταιριστικός, etc.)
Coordinate terms
[edit]- συνεργάσιμος (synergásimos, “cooperative, relating to joint effort to a common purpose”, adj)
- συνεργατική f (synergatikí, “workers' cooperative, collective”)
- συνεργατικός (synergatikós, “cooperative - related to workers' control”, adj)
- συνεταιρισμός m (synetairismós, “cooperative - relating to the joint sale of products or purchase of goods”)