Jump to content

συνεταιριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συνεταιριστικός (synetairistikósm (feminine συνεταιριστική, neuter συνεταιριστικό)

  1. relating to the cooperative movement or cooperatives

Declension

[edit]
Declension of συνεταιριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνεταιριστικός (synetairistikós) συνεταιριστική (synetairistikí) συνεταιριστικό (synetairistikó) συνεταιριστικοί (synetairistikoí) συνεταιριστικές (synetairistikés) συνεταιριστικά (synetairistiká)
genitive συνεταιριστικού (synetairistikoú) συνεταιριστικής (synetairistikís) συνεταιριστικού (synetairistikoú) συνεταιριστικών (synetairistikón) συνεταιριστικών (synetairistikón) συνεταιριστικών (synetairistikón)
accusative συνεταιριστικό (synetairistikó) συνεταιριστική (synetairistikí) συνεταιριστικό (synetairistikó) συνεταιριστικούς (synetairistikoús) συνεταιριστικές (synetairistikés) συνεταιριστικά (synetairistiká)
vocative συνεταιριστικέ (synetairistiké) συνεταιριστική (synetairistikí) συνεταιριστικό (synetairistikó) συνεταιριστικοί (synetairistikoí) συνεταιριστικές (synetairistikés) συνεταιριστικά (synetairistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεταιριστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεταιριστικός, etc.)

Coordinate terms

[edit]