Jump to content

συνεργατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συνεργατικός (synergatikósm (feminine συνεργατική, neuter συνεργατικό)

  1. co-operative, cooperative, collaborative
  2. relating to workers' or employees' control

Declension

[edit]
Declension of συνεργατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνεργατικός (synergatikós) συνεργατική (synergatikí) συνεργατικό (synergatikó) συνεργατικοί (synergatikoí) συνεργατικές (synergatikés) συνεργατικά (synergatiká)
genitive συνεργατικού (synergatikoú) συνεργατικής (synergatikís) συνεργατικού (synergatikoú) συνεργατικών (synergatikón) συνεργατικών (synergatikón) συνεργατικών (synergatikón)
accusative συνεργατικό (synergatikó) συνεργατική (synergatikí) συνεργατικό (synergatikó) συνεργατικούς (synergatikoús) συνεργατικές (synergatikés) συνεργατικά (synergatiká)
vocative συνεργατικέ (synergatiké) συνεργατική (synergatikí) συνεργατικό (synergatikó) συνεργατικοί (synergatikoí) συνεργατικές (synergatikés) συνεργατικά (synergatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεργατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεργατικός, etc.)

Coordinate terms

[edit]