Jump to content

συμπονετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From συμπονε- (stem of συμπονώ (symponó)) +‎ -τικός (-tikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sim.bo.ne.tiˈkos/
  • Hyphenation: συ‧μπο‧νε‧τι‧κός

Adjective

[edit]

συμπονετικός (symponetikósm (feminine συμπονετική, neuter συμπονετικό)

  1. compassionate
    Synonym: σπλαχνικός (splachnikós)

Declension

[edit]
Declension of συμπονετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπονετικός (symponetikós) συμπονετική (symponetikí) συμπονετικό (symponetikó) συμπονετικοί (symponetikoí) συμπονετικές (symponetikés) συμπονετικά (symponetiká)
genitive συμπονετικού (symponetikoú) συμπονετικής (symponetikís) συμπονετικού (symponetikoú) συμπονετικών (symponetikón) συμπονετικών (symponetikón) συμπονετικών (symponetikón)
accusative συμπονετικό (symponetikó) συμπονετική (symponetikí) συμπονετικό (symponetikó) συμπονετικούς (symponetikoús) συμπονετικές (symponetikés) συμπονετικά (symponetiká)
vocative συμπονετικέ (symponetiké) συμπονετική (symponetikí) συμπονετικό (symponetikó) συμπονετικοί (symponetikoí) συμπονετικές (symponetikés) συμπονετικά (symponetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπονετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπονετικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ συμπονετικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language