Jump to content

συμβουλευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek συμβουλευτικός (sumbouleutikós) with semantic loan from French consultatif.[1] By surface analysis, συμβουλεύ(ω) (symvoulév(o)) +‎ -τικός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /siɱ.vu.le.ftiˈkos/
  • Hyphenation: συμ‧βου‧λευ‧τι‧κός

Adjective

[edit]

συμβουλευτικός (symvouleftikósm (feminine συμβουλευτική, neuter συμβουλευτικό)

  1. advisory
  2. consultative

Declension

[edit]
Declension of συμβουλευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμβουλευτικός (symvouleftikós) συμβουλευτική (symvouleftikí) συμβουλευτικό (symvouleftikó) συμβουλευτικοί (symvouleftikoí) συμβουλευτικές (symvouleftikés) συμβουλευτικά (symvouleftiká)
genitive συμβουλευτικού (symvouleftikoú) συμβουλευτικής (symvouleftikís) συμβουλευτικού (symvouleftikoú) συμβουλευτικών (symvouleftikón) συμβουλευτικών (symvouleftikón) συμβουλευτικών (symvouleftikón)
accusative συμβουλευτικό (symvouleftikó) συμβουλευτική (symvouleftikí) συμβουλευτικό (symvouleftikó) συμβουλευτικούς (symvouleftikoús) συμβουλευτικές (symvouleftikés) συμβουλευτικά (symvouleftiká)
vocative συμβουλευτικέ (symvouleftiké) συμβουλευτική (symvouleftikí) συμβουλευτικό (symvouleftikó) συμβουλευτικοί (symvouleftikoí) συμβουλευτικές (symvouleftikés) συμβουλευτικά (symvouleftiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ συμβουλευτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language