συζητάω
Appearance
See also: συζητέω
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- συζητώ (syzitó) (more formal)
Etymology
[edit]From συζυτ(ώ) (syzyt(ó)) + modern suffix -άω (-áo). Learned borrowing from Ancient Greek συζητῶ (suzētô), contracted form of συζητέω (suzētéō, “examine together with”), from συ- (su-) + ζητέω (zētéō). Also, a semantic loan from French discuter.[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συζητάω • (syzitáo) / συζητώ (past συζήτησα, passive συζητιέμαι/συζητούμαι, p‑past συζητήθηκα, ppp συζητημένος)
- to discuss, debate, talk over
- Χαίρομαι πάντοτε να ακούω όσα έχετε να πείτε και να συζητάω μαζί σας διάφορα θέματα.
- Chaíromai pántote na akoúo ósa échete na peíte kai na syzitáo mazí sas diáfora thémata.
- I always enjoy listening to what you have to say and discussing various issues with you.
Conjugation
[edit]συζητάω, συζητιέμαι - συζητώ, συζητούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συζητάω - συζητώ1 | συζητήσω | συζητιέμαι - συζητούμαι1 | συζητηθώ |
2 sg | συζητάς - συζητείς | συζητήσεις | συζητιέσαι - συζητείσαι | συζητηθείς |
3 sg | συζητάει, συζητά - συζητεί | συζητήσει | συζητιέται - συζητείται | συζητηθεί |
1 pl | συζητάμε - συζητούμε | συζητήσουμε, [-ομε] | συζητιόμαστε - συζητούμαστε | συζητηθούμε |
2 pl | συζητάτε - συζητείτε | συζητήσετε | συζητιέστε, (‑ιόσαστε) - συζητείστε, {συζητείσθε} | συζητηθείτε |
3 pl | συζητάνε, συζητάν, συζητούν(ε) | συζητήσουν(ε) | συζητιούνται, (‑ιόνται) - συζητούνται | συζητηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συζητούσα, συζήταγα | συζήτησα | συζητιόμουν(α) - [συζητούμουν]1 2 | συζητήθηκα |
2 sg | συζητούσες, συζήταγες | συζήτησες | συζητιόσουν(α) - [συζητούσουν]2 | συζητήθηκες |
3 sg | συζητούσε, συζήταγε | συζήτησε | συζητιόταν(ε) - συζητούνταν, {συζητείτο}, [{συνεζητείτο}] | συζητήθηκε |
1 pl | συζητούσαμε, συζητάγαμε | συζητήσαμε | συζητιόμασταν, (‑ιόμαστε) - συζητούμασταν, (‑ούμαστε) | συζητηθήκαμε |
2 pl | συζητούσατε, συζητάγατε | συζητήσατε | συζητιόσασταν, (‑ιόσαστε) - [συζητούσασταν, (‑ούσαστε)]2 | συζητηθήκατε |
3 pl | συζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανε | συζήτησαν, συζητήσαν(ε) | συζητιόνταν(ε), συζητιόντουσαν, συζητιούνταν - συζητούνταν, {συζητούντο}, [{συνεζητούντο}] | συζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συζητάω, θα συζητώ ➤ | θα συζητήσω ➤ | θα συζητιέμαι - συζητούμαι ➤ | θα συζητηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συζητάς - συζητείς, … | θα συζητήσεις, … | θα συζητιέσαι - συζητείσαι, … | θα συζητηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συζητήσει έχω, έχεις, … συζητημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συζητηθεί είμαι, είσαι, … συζητημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συζητήσει είχα, είχες, … συζητημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συζητηθεί ήμουν, ήσουν, … συζητημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συζητήσει θα έχω, θα έχεις, … συζητημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συζητηθεί θα είμαι, θα είσαι, … συζητημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συζήτα, συζήταγε | συζήτησε, συζήτα | — | συζητήσου |
2 pl | συζητάτε - συζητείτε | συζητήστε | συζητιέστε - συζητείστε, {συζητείσθε} | συζητηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συζητώντας ➤ | συζητούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συζητήσει ➤ | συζητημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συζητήσει | συζητηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class A (with -α, -ιέμαι endings), but also the more formal Class B (with -είς, -ούμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ασυζητητί (asyzitití, “indisputably; undeniably”)
- ασυζήτητος (asyzítitos, “not discussed”, adjective)
- πολυσυζητημένος (polysyzitiménos, “overdiscussed”, participle)
- συζητημένος (syzitiménos, “talked about”, participle)
- συζήτηση f (syzítisi, “discussion”)
- συζητήσιμος (syzitísimos)
- συζητητής m (syzititís)
- συζητητικός (syzititikós)
- συζητιέται (syzitiétai, “it is said, discussed”) (as impersonal)
- and see: ζητάω (zitáo, “seek, ask for”)
References
[edit]- ^ συζητάω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms borrowed from Ancient Greek
- Greek learned borrowings from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek terms with usage examples
- Greek verbs conjugating like 'ζητάω-ζητώ'
- Greek terms prefixed with συ-