Jump to content

ασυζήτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασυζήτητος (asyzítitosm (feminine ασυζήτητη, neuter ασυζήτητο)

  1. undiscussed, not discussed

Declension

[edit]
Declension of ασυζήτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυζήτητος (asyzítitos) ασυζήτητη (asyzítiti) ασυζήτητο (asyzítito) ασυζήτητοι (asyzítitoi) ασυζήτητες (asyzítites) ασυζήτητα (asyzítita)
genitive ασυζήτητου (asyzítitou) ασυζήτητης (asyzítitis) ασυζήτητου (asyzítitou) ασυζήτητων (asyzítiton) ασυζήτητων (asyzítiton) ασυζήτητων (asyzítiton)
accusative ασυζήτητο (asyzítito) ασυζήτητη (asyzítiti) ασυζήτητο (asyzítito) ασυζήτητους (asyzítitous) ασυζήτητες (asyzítites) ασυζήτητα (asyzítita)
vocative ασυζήτητε (asyzítite) ασυζήτητη (asyzítiti) ασυζήτητο (asyzítito) ασυζήτητοι (asyzítitoi) ασυζήτητες (asyzítites) ασυζήτητα (asyzítita)
[edit]

Further reading

[edit]