Jump to content

συγκοινωνιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from συγκοινωνί(α) (sygkoinoní(a)) +‎ -ακός (-akós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /siŋ.ɟi.no.ni.aˈkos/
  • Hyphenation: συ‧γκοι‧νω‧νι‧α‧κός

Adjective

[edit]

συγκοινωνιακός (sygkoinoniakósm (feminine συγκοινωνιακή, neuter συγκοινωνιακό)

  1. transport (attributive), transportational
    συγκοινωνιακές συνδέσειςsygkoinoniakés syndéseistransport links

Declension

[edit]
Declension of συγκοινωνιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συγκοινωνιακός (sygkoinoniakós) συγκοινωνιακή (sygkoinoniakí) συγκοινωνιακό (sygkoinoniakó) συγκοινωνιακοί (sygkoinoniakoí) συγκοινωνιακές (sygkoinoniakés) συγκοινωνιακά (sygkoinoniaká)
genitive συγκοινωνιακού (sygkoinoniakoú) συγκοινωνιακής (sygkoinoniakís) συγκοινωνιακού (sygkoinoniakoú) συγκοινωνιακών (sygkoinoniakón) συγκοινωνιακών (sygkoinoniakón) συγκοινωνιακών (sygkoinoniakón)
accusative συγκοινωνιακό (sygkoinoniakó) συγκοινωνιακή (sygkoinoniakí) συγκοινωνιακό (sygkoinoniakó) συγκοινωνιακούς (sygkoinoniakoús) συγκοινωνιακές (sygkoinoniakés) συγκοινωνιακά (sygkoinoniaká)
vocative συγκοινωνιακέ (sygkoinoniaké) συγκοινωνιακή (sygkoinoniakí) συγκοινωνιακό (sygkoinoniakó) συγκοινωνιακοί (sygkoinoniakoí) συγκοινωνιακές (sygkoinoniakés) συγκοινωνιακά (sygkoinoniaká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ συγκοινωνιακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language