συγκοινωνιακός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from συγκοινωνί(α) (sygkoinoní(a)) + -ακός (-akós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συγκοινωνιακός • (sygkoinoniakós) m (feminine συγκοινωνιακή, neuter συγκοινωνιακό)
- transport (attributive), transportational
- συγκοινωνιακές συνδέσεις ― sygkoinoniakés syndéseis ― transport links
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συγκοινωνιακός (sygkoinoniakós) | συγκοινωνιακή (sygkoinoniakí) | συγκοινωνιακό (sygkoinoniakó) | συγκοινωνιακοί (sygkoinoniakoí) | συγκοινωνιακές (sygkoinoniakés) | συγκοινωνιακά (sygkoinoniaká) | |
genitive | συγκοινωνιακού (sygkoinoniakoú) | συγκοινωνιακής (sygkoinoniakís) | συγκοινωνιακού (sygkoinoniakoú) | συγκοινωνιακών (sygkoinoniakón) | συγκοινωνιακών (sygkoinoniakón) | συγκοινωνιακών (sygkoinoniakón) | |
accusative | συγκοινωνιακό (sygkoinoniakó) | συγκοινωνιακή (sygkoinoniakí) | συγκοινωνιακό (sygkoinoniakó) | συγκοινωνιακούς (sygkoinoniakoús) | συγκοινωνιακές (sygkoinoniakés) | συγκοινωνιακά (sygkoinoniaká) | |
vocative | συγκοινωνιακέ (sygkoinoniaké) | συγκοινωνιακή (sygkoinoniakí) | συγκοινωνιακό (sygkoinoniakó) | συγκοινωνιακοί (sygkoinoniakoí) | συγκοινωνιακές (sygkoinoniakés) | συγκοινωνιακά (sygkoinoniaká) |
Related terms
[edit]- συγκοινωνία f (sygkoinonía)
- συγκοινωνώ (sygkoinonó)
- συγκοινωνών (sygkoinonón)
References
[edit]- ^ συγκοινωνιακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language