Jump to content

συγκοινωνία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek συγκοινωνία (sunkoinōnía), from Ancient Greek συγκοινωνέω (sunkoinōnéō), from συγ- (sug-) + κοινωνέω (koinōnéō), ultimately from κοινός (koinós).

Noun

[edit]

συγκοινωνία (sygkoinoníaf (plural συγκοινωνίες)

  1. (transport) transport, transportation (means of conveyance)

Declension

[edit]
singular plural
nominative συγκοινωνία (sygkoinonía) συγκοινωνίες (sygkoinoníes)
genitive συγκοινωνίας (sygkoinonías) συγκοινωνιών (sygkoinonión)
accusative συγκοινωνία (sygkoinonía) συγκοινωνίες (sygkoinoníes)
vocative συγκοινωνία (sygkoinonía) συγκοινωνίες (sygkoinoníes)

Derived terms

[edit]
[edit]