συγκοινωνία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek συγκοινωνία (sunkoinōnía), from Ancient Greek συγκοινωνέω (sunkoinōnéō), from συγ- (sug-) + κοινωνέω (koinōnéō), ultimately from κοινός (koinós).
Noun
[edit]συγκοινωνία • (sygkoinonía) f (plural συγκοινωνίες)
- (transport) transport, transportation (means of conveyance)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκοινωνία (sygkoinonía) | συγκοινωνίες (sygkoinoníes) |
genitive | συγκοινωνίας (sygkoinonías) | συγκοινωνιών (sygkoinonión) |
accusative | συγκοινωνία (sygkoinonía) | συγκοινωνίες (sygkoinoníes) |
vocative | συγκοινωνία (sygkoinonía) | συγκοινωνίες (sygkoinoníes) |
Derived terms
[edit]- αεροσυγκοινωνία f (aerosygkoinonía, “air transport, civil aviation”)
- συγκοινωνιακός (sygkoinoniakós)
- συγκοινωνιολογία f (sygkoinoniología)
- συγκοινωνιολόγος m or f (sygkoinoniológos)
Related terms
[edit]- κοινωνία f (koinonía)
- συγκοινωνώ (sygkoinonó)
- συγκοινωνών (sygkoinonón)