Jump to content

στοιχειωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of στοιχειώνομαι (stoicheiónomai), passive voice of στοιχειώνω (stoicheióno, haunt)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sti.çoˈme.nos/ with synizesis of -χειω-
  • Hyphenation: στοι‧χειω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

στοιχειωμένος (stoicheioménosm (feminine στοιχειωμένη, neuter στοιχειωμένο)

  1. haunted, eerie
    Είναι ένα στοιχειωμένο σπίτιEínai éna stoicheioméno spítiIt is a haunted house

Declension

[edit]
Declension of στοιχειωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοιχειωμένος (stoicheioménos) στοιχειωμένη (stoicheioméni) στοιχειωμένο (stoicheioméno) στοιχειωμένοι (stoicheioménoi) στοιχειωμένες (stoicheioménes) στοιχειωμένα (stoicheioména)
genitive στοιχειωμένου (stoicheioménou) στοιχειωμένης (stoicheioménis) στοιχειωμένου (stoicheioménou) στοιχειωμένων (stoicheioménon) στοιχειωμένων (stoicheioménon) στοιχειωμένων (stoicheioménon)
accusative στοιχειωμένο (stoicheioméno) στοιχειωμένη (stoicheioméni) στοιχειωμένο (stoicheioméno) στοιχειωμένους (stoicheioménous) στοιχειωμένες (stoicheioménes) στοιχειωμένα (stoicheioména)
vocative στοιχειωμένε (stoicheioméne) στοιχειωμένη (stoicheioméni) στοιχειωμένο (stoicheioméno) στοιχειωμένοι (stoicheioménoi) στοιχειωμένες (stoicheioménes) στοιχειωμένα (stoicheioména)
[edit]