στοιχειωμένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of στοιχειώνομαι (stoicheiónomai), passive voice of στοιχειώνω (stoicheióno, “haunt”)
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]στοιχειωμένος • (stoicheioménos) m (feminine στοιχειωμένη, neuter στοιχειωμένο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στοιχειωμένος (stoicheioménos) | στοιχειωμένη (stoicheioméni) | στοιχειωμένο (stoicheioméno) | στοιχειωμένοι (stoicheioménoi) | στοιχειωμένες (stoicheioménes) | στοιχειωμένα (stoicheioména) | |
genitive | στοιχειωμένου (stoicheioménou) | στοιχειωμένης (stoicheioménis) | στοιχειωμένου (stoicheioménou) | στοιχειωμένων (stoicheioménon) | στοιχειωμένων (stoicheioménon) | στοιχειωμένων (stoicheioménon) | |
accusative | στοιχειωμένο (stoicheioméno) | στοιχειωμένη (stoicheioméni) | στοιχειωμένο (stoicheioméno) | στοιχειωμένους (stoicheioménous) | στοιχειωμένες (stoicheioménes) | στοιχειωμένα (stoicheioména) | |
vocative | στοιχειωμένε (stoicheioméne) | στοιχειωμένη (stoicheioméni) | στοιχειωμένο (stoicheioméno) | στοιχειωμένοι (stoicheioménoi) | στοιχειωμένες (stoicheioménes) | στοιχειωμένα (stoicheioména) |
Related terms
[edit]- στοιχειό n (stoicheió, “ghost”)
- στοιχειώνω (stoicheióno, “to haunt”)