Jump to content

στοιχειό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek, from Ancient Greek στοιχεῖον (stoikheîon). Doublet of στοιχείο (stoicheío).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

στοιχειό (stoicheión (plural στοιχειά)

  1. ghost, poltergeist, sprite

Declension

[edit]
Declension of στοιχειό
singular plural
nominative στοιχειό (stoicheió) στοιχειά (stoicheiá)
genitive στοιχειού (stoicheioú) στοιχειών (stoicheión)
accusative στοιχειό (stoicheió) στοιχειά (stoicheiá)
vocative στοιχειό (stoicheió) στοιχειά (stoicheiá)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]