στοιχειό
Appearance
See also: στοιχείο
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek, from Ancient Greek στοιχεῖον (stoikheîon). Doublet of στοιχείο (stoicheío).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]στοιχειό • (stoicheió) n (plural στοιχειά)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στοιχειό (stoicheió) | στοιχειά (stoicheiá) |
genitive | στοιχειού (stoicheioú) | στοιχειών (stoicheión) |
accusative | στοιχειό (stoicheió) | στοιχειά (stoicheiá) |
vocative | στοιχειό (stoicheió) | στοιχειά (stoicheiá) |
Synonyms
[edit]Derived terms
[edit]- στοιχειωμένος (stoicheioménos, “haunted”)
- στοιχειώνω (stoicheióno, “to haunt”)