Jump to content

στιγμιαίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]
This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.
Particularly: “related to στιγμή (stigmí)

Adjective

[edit]

στιγμιαίος (stigmiaíosm (feminine στιγμιαία, neuter στιγμιαίο)

  1. brief, instantaneous, instant, momentary

Declension

[edit]
Declension of στιγμιαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στιγμιαίος (stigmiaíos) στιγμιαία (stigmiaía) στιγμιαίο (stigmiaío) στιγμιαίοι (stigmiaíoi) στιγμιαίες (stigmiaíes) στιγμιαία (stigmiaía)
genitive στιγμιαίου (stigmiaíou) στιγμιαίας (stigmiaías) στιγμιαίου (stigmiaíou) στιγμιαίων (stigmiaíon) στιγμιαίων (stigmiaíon) στιγμιαίων (stigmiaíon)
accusative στιγμιαίο (stigmiaío) στιγμιαία (stigmiaía) στιγμιαίο (stigmiaío) στιγμιαίους (stigmiaíous) στιγμιαίες (stigmiaíes) στιγμιαία (stigmiaía)
vocative στιγμιαίε (stigmiaíe) στιγμιαία (stigmiaía) στιγμιαίο (stigmiaío) στιγμιαίοι (stigmiaíoi) στιγμιαίες (stigmiaíes) στιγμιαία (stigmiaía)

Derived terms

[edit]