στιγμιαίες
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]στιγμιαίες • (stigmiaíes)
- nominative feminine plural of στιγμιαίος (stigmiaíos)
- accusative feminine plural of στιγμιαίος (stigmiaíos)
- vocative feminine plural of στιγμιαίος (stigmiaíos)
στιγμιαίες • (stigmiaíes)