στιγμιαίος καφές
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στιγμιαίος καφές • (stigmiaíos kafés) m (plural στιγμιαίοι καφέδες)
Synonyms
[edit]- νες n (nes)
See also
[edit]Further reading
[edit]- στιγμιαίος καφές on the Greek Wikipedia.Wikipedia el