Jump to content

στιβαρός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the root of στείβω (steíbō, to tread on, stamp on).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

στῐβᾰρός (stibarósm (feminine στῐβᾰρᾱ́, neuter στῐβᾰρόν); first/second declension

  1. firm, steadfast, secure

Declension

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: στιβαρός (stivarós) (learned)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek στιβαρός (stibarós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sti.vaˈɾos/
  • Hyphenation: στι‧βα‧ρός

Adjective

[edit]

στιβαρός (stivarósm (feminine στιβαρή, neuter στιβαρό)

  1. robust, firm, strong, sturdy

Declension

[edit]
Declension of στιβαρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στιβαρός (stivarós) στιβαρή (stivarí) στιβαρό (stivaró) στιβαροί (stivaroí) στιβαρές (stivarés) στιβαρά (stivará)
genitive στιβαρού (stivaroú) στιβαρής (stivarís) στιβαρού (stivaroú) στιβαρών (stivarón) στιβαρών (stivarón) στιβαρών (stivarón)
accusative στιβαρό (stivaró) στιβαρή (stivarí) στιβαρό (stivaró) στιβαρούς (stivaroús) στιβαρές (stivarés) στιβαρά (stivará)
vocative στιβαρέ (stivaré) στιβαρή (stivarí) στιβαρό (stivaró) στιβαροί (stivaroí) στιβαρές (stivarés) στιβαρά (stivará)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ στιβαρός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language