στεφανώνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Koine Greek στεφανῶ (stephanô) in the sense 'to marry' and learned borrowing from Ancient Greek στεφανῶ (stephanô) in the sense 'to crown/wreathe'.[1] By surface analysis, στέφανος (stéfanos) or στεφάνι (stefáni) + -ώνω (-óno).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]στεφανώνω • (stefanóno) (past στεφάνωσα, passive στεφανώνομαι, p‑past στεφανώθηκα, ppp στεφανωμένος)
- (transitive) to crown with a wreath, to wreathe
- (transitive, figuratively) to crown (to form the topmost or finishing part of; to complete; to consummate; to perfect)
- (transitive) to marry, to marry off (to arrange for the marriage of)
- Synonym: παντρεύω (pantrévo)
- (transitive) to marry, to wed (to perform the marriage ceremony for; to unite in wedlock)
- (passive voice) to marry (to enter into the conjugal or connubial state; to take a husband or a wife)
- Synonym: παντρεύομαι (pantrévomai)
Conjugation
[edit]στεφανώνω στεφανώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στεφανώνω | στεφανώσω | στεφανώνομαι | στεφανωθώ |
2 sg | στεφανώνεις | στεφανώσεις | στεφανώνεσαι | στεφανωθείς |
3 sg | στεφανώνει | στεφανώσει | στεφανώνεται | στεφανωθεί |
1 pl | στεφανώνουμε, [‑ομε] | στεφανώσουμε, [‑ομε] | στεφανωνόμαστε | στεφανωθούμε |
2 pl | στεφανώνετε | στεφανώσετε | στεφανώνεστε, στεφανωνόσαστε | στεφανωθείτε |
3 pl | στεφανώνουν(ε) | στεφανώσουν(ε) | στεφανώνονται | στεφανωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στεφάνωνα | στεφάνωσα | στεφανωνόμουν(α) | στεφανώθηκα |
2 sg | στεφάνωνες | στεφάνωσες | στεφανωνόσουν(α) | στεφανώθηκες |
3 sg | στεφάνωνε | στεφάνωσε | στεφανωνόταν(ε) | στεφανώθηκε |
1 pl | στεφανώναμε | στεφανώσαμε | στεφανωνόμασταν, (‑όμαστε) | στεφανωθήκαμε |
2 pl | στεφανώνατε | στεφανώσατε | στεφανωνόσασταν, (‑όσαστε) | στεφανωθήκατε |
3 pl | στεφάνωναν, στεφανώναν(ε) | στεφάνωσαν, στεφανώσαν(ε) | στεφανώνονταν, (στεφανωνόντουσαν) | στεφανώθηκαν, στεφανωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στεφανώνω ➤ | θα στεφανώσω ➤ | θα στεφανώνομαι ➤ | θα στεφανωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στεφανώνεις, … | θα στεφανώσεις, … | θα στεφανώνεσαι, … | θα στεφανωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στεφανώσει έχω, έχεις, … στεφανωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στεφανωθεί είμαι, είσαι, … στεφανωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στεφανώσει είχα, είχες, … στεφανωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στεφανωθεί ήμουν, ήσουν, … στεφανωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στεφανώσει θα έχω, θα έχεις, … στεφανωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στεφανωθεί θα είμαι, θα είσαι, … στεφανωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στεφάνωνε | στεφάνωσε | — | στεφανώσου |
2 pl | στεφανώνετε | στεφανώστε | στεφανώνεστε | στεφανωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στεφανώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στεφανώσει ➤ | στεφανωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στεφανώσει | στεφανωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
References
[edit]- ^ στεφανώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms inherited from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek terms borrowed from Ancient Greek
- Greek learned borrowings from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek terms suffixed with -ώνω
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek transitive verbs
- Greek verbs conjugating like 'δηλώνω'
- el:Marriage