Jump to content

στεγνοκαθαριστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from στεγν(ός) (stegn(ós)) +‎ -ο- (-o-) +‎ καθαριστήριο (katharistírio), a calque of English dry cleaning or German Trockenreinigung.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ste.ɣno.ka.θa.ɾiˈsti.ɾi.o/
  • Hyphenation: στε‧γνο‧κα‧θα‧ρι‧στή‧ρι‧ο

Noun

[edit]

στεγνοκαθαριστήριο (stegnokatharistírion (plural στεγνοκαθαριστήρια)

  1. dry cleaner

Declension

[edit]
singular plural
nominative στεγνοκαθαριστήριο (stegnokatharistírio) στεγνοκαθαριστήρια (stegnokatharistíria)
genitive στεγνοκαθαριστηρίου (stegnokatharistiríou)
στεγνοκαθαριστήριου (stegnokatharistíriou)
στεγνοκαθαριστηρίων (stegnokatharistiríon)
accusative στεγνοκαθαριστήριο (stegnokatharistírio) στεγνοκαθαριστήρια (stegnokatharistíria)
vocative στεγνοκαθαριστήριο (stegnokatharistírio) στεγνοκαθαριστήρια (stegnokatharistíria)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ στεγνοκαθαριστήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language