στεγνοκαθαριστήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from στεγν(ός) (stegn(ós)) + -ο- (-o-) + καθαριστήριο (katharistírio), a calque of English dry cleaning or German Trockenreinigung.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]στεγνοκαθαριστήριο • (stegnokatharistírio) n (plural στεγνοκαθαριστήρια)
Declension
[edit]Declension of στεγνοκαθαριστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στεγνοκαθαριστήριο • | στεγνοκαθαριστήρια • |
genitive | στεγνοκαθαριστηρίου •, στεγνοκαθαριστήριου • | στεγνοκαθαριστηρίων • |
accusative | στεγνοκαθαριστήριο • | στεγνοκαθαριστήρια • |
vocative | στεγνοκαθαριστήριο • | στεγνοκαθαριστήρια • |
Related terms
[edit]- καθαριστήριο (katharistírio)
- στεγνό καθάρισμα (stegnó kathárisma)
References
[edit]- ^ στεγνοκαθαριστήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language