σταδιοδρομία
Appearance
Greek
[edit]Semantic loan from French carrière.[1]
Noun
[edit]σταδιοδρομία • (stadiodromía) f (plural σταδιοδρομίες)
- career (especially advancement in a profession)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταδιοδρομία (stadiodromía) | σταδιοδρομίες (stadiodromíes) |
genitive | σταδιοδρομίας (stadiodromías) | σταδιοδρομιών (stadiodromión) |
accusative | σταδιοδρομία (stadiodromía) | σταδιοδρομίες (stadiodromíes) |
vocative | σταδιοδρομία (stadiodromía) | σταδιοδρομίες (stadiodromíes) |
Synonyms
[edit]- καριέρα f (kariéra)
References
[edit]- ^ σταδιοδρομία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language