Jump to content

σπουδαστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from the σπουδασ- stem of σπουδάζω (spoudázo) +‎ -τήριο (-tírio), a loose calque of German Studierzimmer.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /spu.ðaˈsti.ɾi.o/
  • Hyphenation: σπου‧δα‧στή‧ρι‧ο

Noun

[edit]

σπουδαστήριο (spoudastírion (plural σπουδαστήρια)

  1. study room

Declension

[edit]
Declension of σπουδαστήριο
singular plural
nominative σπουδαστήριο (spoudastírio) σπουδαστήρια (spoudastíria)
genitive σπουδαστηρίου (spoudastiríou)
σπουδαστήριου (spoudastíriou)
σπουδαστηρίων (spoudastiríon)
accusative σπουδαστήριο (spoudastírio) σπουδαστήρια (spoudastíria)
vocative σπουδαστήριο (spoudastírio) σπουδαστήρια (spoudastíria)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ σπουδαστήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language