Jump to content

σπηλαιολόγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σπηλαιολόγος (spilaiológosm or f (plural σπηλαιολόγοι)

  1. speleologist
  2. caver, potholer

Declension

[edit]
singular plural
nominative σπηλαιολόγος (spilaiológos) σπηλαιολόγοι (spilaiológoi)
genitive σπηλαιολόγου (spilaiológou) σπηλαιολόγων (spilaiológon)
accusative σπηλαιολόγο (spilaiológo) σπηλαιολόγους (spilaiológous)
vocative σπηλαιολόγε (spilaiológe) σπηλαιολόγοι (spilaiológoi)
[edit]

See also

[edit]