Jump to content

σπηλαιολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σπηλαιολογία (spilaiologíaf (uncountable)

  1. (sciences) speleology

Declension

[edit]
Declension of σπηλαιολογία
singular
nominative σπηλαιολογία (spilaiología)
genitive σπηλαιολογίας (spilaiologías)
accusative σπηλαιολογία (spilaiología)
vocative σπηλαιολογία (spilaiología)
[edit]

See also

[edit]