Jump to content

σκλαβοπάζαρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σκλάβος (sklávos, slave) +‎ παζάρι (pazári, market).

Noun

[edit]

σκλαβοπάζαρο (sklavopázaron (plural σκλαβοπάζαρα)

  1. slave market

Declension

[edit]
Declension of σκλαβοπάζαρο
singular plural
nominative σκλαβοπάζαρο (sklavopázaro) σκλαβοπάζαρα (sklavopázara)
genitive σκλαβοπάζαρου (sklavopázarou) σκλαβοπάζαρων (sklavopázaron)
accusative σκλαβοπάζαρο (sklavopázaro) σκλαβοπάζαρα (sklavopázara)
vocative σκλαβοπάζαρο (sklavopázaro) σκλαβοπάζαρα (sklavopázara)
[edit]

Further reading

[edit]