σκλαβοπάζαρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From σκλάβος (sklávos, “slave”) + παζάρι (pazári, “market”).
Noun
[edit]σκλαβοπάζαρο • (sklavopázaro) n (plural σκλαβοπάζαρα)
Declension
[edit]Declension of σκλαβοπάζαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκλαβοπάζαρο • | σκλαβοπάζαρα • |
genitive | σκλαβοπάζαρου • | σκλαβοπάζαρων • |
accusative | σκλαβοπάζαρο • | σκλαβοπάζαρα • |
vocative | σκλαβοπάζαρο • | σκλαβοπάζαρα • |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- Δουλεία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el