σκασμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect passive participle of σκάω (skáo) / σκάζω (skázo), a verb with no passive forms.
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]σκασμένος • (skasménos) m (feminine σκασμένη, neuter σκασμένο)
- burst, exploded
- Το αυτοκίνητο έχει σκασμένο λάστιχο.
- To aftokínito échei skasméno lásticho.
- The car has a flat tyre.
- σκασμένα χείλη ― skasména cheíli ― chapped lips
- (figuratively) worried, annoyed
Declension
[edit]Declension of σκασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκασμένος • | σκασμένη • | σκασμένο • | σκασμένοι • | σκασμένες • | σκασμένα • |
genitive | σκασμένου • | σκασμένης • | σκασμένου • | σκασμένων • | σκασμένων • | σκασμένων • |
accusative | σκασμένο • | σκασμένη • | σκασμένο • | σκασμένους • | σκασμένες • | σκασμένα • |
vocative | σκασμένε • | σκασμένη • | σκασμένο • | σκασμένοι • | σκασμένες • | σκασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκασμένος, etc.) |
Antonyms
[edit]- άσκαστος (áskastos, “unbroken”)
Related terms
[edit]- σκαστός (skastós)