σκασμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect passive participle of σκάω (skáo) / σκάζω (skázo), a verb with no passive forms.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /skaˈzme.nos/
  • Hyphenation: σκα‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

σκασμένος (skasménosm (feminine σκασμένη, neuter σκασμένο)

  1. burst, exploded
    Το αυτοκίνητο έχει σκασμένο λάστιχο.
    To aftokínito échei skasméno lásticho.
    The car has a flat tyre.
    σκασμένα χείληskasména cheílichapped lips
  2. (figuratively) worried, annoyed

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκασμένος (skasménos) σκασμένη (skasméni) σκασμένο (skasméno) σκασμένοι (skasménoi) σκασμένες (skasménes) σκασμένα (skasména)
genitive σκασμένου (skasménou) σκασμένης (skasménis) σκασμένου (skasménou) σκασμένων (skasménon) σκασμένων (skasménon) σκασμένων (skasménon)
accusative σκασμένο (skasméno) σκασμένη (skasméni) σκασμένο (skasméno) σκασμένους (skasménous) σκασμένες (skasménes) σκασμένα (skasména)
vocative σκασμένε (skasméne) σκασμένη (skasméni) σκασμένο (skasméno) σκασμένοι (skasménoi) σκασμένες (skasménes) σκασμένα (skasména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκασμένος, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]