Jump to content

άσκαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άσκαστος (áskastosm (feminine άσκαστη, neuter άσκαστο)

  1. (flower) unopened
    Antonym: σκασμένος (skasménos)
  2. (firearms, explosives) live, unexploded
  3. (skin) unchapped

Declension

[edit]
Declension of άσκαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσκαστος (áskastos) άσκαστη (áskasti) άσκαστο (áskasto) άσκαστοι (áskastoi) άσκαστες (áskastes) άσκαστα (áskasta)
genitive άσκαστου (áskastou) άσκαστης (áskastis) άσκαστου (áskastou) άσκαστων (áskaston) άσκαστων (áskaston) άσκαστων (áskaston)
accusative άσκαστο (áskasto) άσκαστη (áskasti) άσκαστο (áskasto) άσκαστους (áskastous) άσκαστες (áskastes) άσκαστα (áskasta)
vocative άσκαστε (áskaste) άσκαστη (áskasti) άσκαστο (áskasto) άσκαστοι (áskastoi) άσκαστες (áskastes) άσκαστα (áskasta)