Jump to content

σηπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σήπω (sḗpō, make rotten) +‎ -τῐκός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

σηπτῐκός (sēptikósm (feminine σηπτῐκή, neuter σηπτῐκόν); first/second declension

  1. putrefactive, septic

Inflection

[edit]
[edit]

Descendants

[edit]
  • Latin: sēpticus

References

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σηπτικός (siptikósm (feminine σηπτική, neuter σηπτικό)

  1. septic

Declension

[edit]
Declension of σηπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σηπτικός (siptikós) σηπτική (siptikí) σηπτικό (siptikó) σηπτικοί (siptikoí) σηπτικές (siptikés) σηπτικά (siptiká)
genitive σηπτικού (siptikoú) σηπτικής (siptikís) σηπτικού (siptikoú) σηπτικών (siptikón) σηπτικών (siptikón) σηπτικών (siptikón)
accusative σηπτικό (siptikó) σηπτική (siptikí) σηπτικό (siptikó) σηπτικούς (siptikoús) σηπτικές (siptikés) σηπτικά (siptiká)
vocative σηπτικέ (siptiké) σηπτική (siptikí) σηπτικό (siptikó) σηπτικοί (siptikoí) σηπτικές (siptikés) σηπτικά (siptiká)

Derived terms

[edit]
[edit]